-
1 μετάδοση
[мэтадоси] ουσ. Θ. передача, сообщение, (штр.) заражение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετάδοση
-
2 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
3 передача
-и θ.1. μετάδοση.2. μεταβίβαση.3. διαβίβαση.4. αναπαράσταση, απεικόνιση.5. παράδοση.6. εκπομπή (ράδιου, τηλεόρασης).7. δέμα, πακέτο για ασθενή ή φυλακισμένο..8. (τεχ.) μετάδοση κίνησης•ремнная передача μετάδοση της κίνησης με λωρί.
-
4 трансляция
-
5 вещание
η εκπομπή, η μετάδοσηтелевизионное - τηλεοπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вещание
-
6 включать
1. (подавать питание на двигатель, аппарат и т.п.) βάζω μπρος, συνδέω 2. (реле) ενεργοποιώ 3. (подключать что-л. в цепь или к цепи) συνδέω 4. (контактор, пускатель, рубильник и т.п.) κλείνω (π.χ. επαφή) 5. (соединять) συνδέω 6. (в состав чего-л.) μπαίνωσυμπεριλαμβάνω7. (зацепление, сцепление) βάζω, συμπλέκωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > включать
-
7 гидропередача
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидропередача
-
8 звукопередача
η (ανα)μετάδοση ήχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звукопередача
-
9 искажение
η παραμόρφωσ/ηбочкообразное - (тлв.) βαρε-λοειδής --кадра (тлв.) - εικόναςфазочастотное - των φάσεων/συχνοτήτων- формы - της μορφής/φόρμαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искажение
-
10 исправление
1. (изменение, дополнение, поправка) η τροποποίηση 2. (устранение недостатков, ошибок) η (επι)διόρθωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исправление
-
11 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
12 проводимость
1. (явление или процесс переноса заряда) ή μετάδοση, η μεταβίβαση 2. (количественная оценка процесса переноса заряда) η αγωγιμότηταмагнитная - μαγνητική -, η μαγνητική διαπερατότητα3. биол. η αγωγιμότητα, η διαπεραστικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводимость
-
13 процедура
1. (принятая последовательность действий для осуществления чего-л.) η διαδικασίαконтроля передачи данных вчт. - ελέγχου στη μετάδοση των δεδομένων2. мед. η θεραπεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > процедура
-
14 радиовещание
η ραδιοφωνία, η ραδιο-μετάδοσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиовещание
-
15 сервопривод
η μετάδοση κίνησης μέσω σερβοκινητήρα/σερβομοτέρ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сервопривод
-
16 телевещание
η τηλεοπτική μετάδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телевещание
-
17 теплообмен
η μετάδοση/μεταφορά θερμότητας, η αγωγή/συναγωγή της θερμότηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплообмен
-
18 теплопередача
η μεταφορά θερμότηταςη μετάδοση θερμότηταςконвективная - μέσω κυκλο-φορίας/αγωγήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплопередача
-
19 трансляция
1. (рад., тлв) η αναμετάδοση, η μετάδοση 2. вчт. η μεταγλώττιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансляция
-
20 электропередача
η μεταφορά της ισχύος ή ενέργειαςη ηλεκτρική μετάδοσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электропередача
См. также в других словарях:
μετάδοση δεδομένων — Πρόκειται για τη ψηφιακή μ.δ. από μια συσκευή πομπό σε μια συσκευή δέκτη. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία μετάδοσης ενός σήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο τον τρόπο μετάδοσης. Οι τρόποι μετάδοσης ενός σήματος είναι η σειριακή… … Dictionary of Greek
μετάδοση — η (ΑM μετάδοσις) [μεταδίδω] 1. το να δίνει κάποιος σε άλλον μέρος από τα δικά του ή μέρος από κάτι («σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις», Ξεν.) 2. γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίηση («η μετάδοση τών ειδήσεων από το ραδιόφωνο γίνεται κάθε ώρα») 3. η… … Dictionary of Greek
μετάδοση — η το να μεταδίνει κανείς κάτι: Η μετάδοση της αρρώστιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιοφωνία ενσύρματη — Μετάδοση ραδιοφωνικών προγραμμάτων από τον εκπέμποντα σταθμό στους ακροατές μέσω καλωδίων. Η μετάδοση αυτή πραγματοποιείται σε μερικές περιπτώσεις μέσω κατάλληλων συνδέσεων, με τη χρησιμοποίηση σημάτων ακουστικής συχνότητας· στην περίπτωση αυτή η … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek